Βερολίνο — (Βerlin). Πόλη (3.392.900 κάτ. το 1999) της βορειοανατολικής Γερμανίας, πρωτεύουσα της Γερμανικής Ομοσπονδίας (από το 1871 έως το 1945, και ξανά από το 1990, μετά την ένωση των δύο Γερμανιών και των αντίστοιχων τμημάτων του Β., Ανατολικού και… … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
κατάδυση — Άθλημα, το οποίο συνίσταται στη γρήγορη και σύμφωνα με ορισμένους κανόνες βουτιά στο νερό από καθορισμένο ύψος. Οι διεθνείς και ολυμπιακοί κανονισμοί προβλέπουν βουτιά από ελαστικό βατήρα (τραμπλέν), που βρίσκεται 3 μ. πάνω από το νερό, και από… … Dictionary of Greek
Λουσατία — (γερμ. Lausitz). Ιστορική γεωγραφική περιοχή στα σύνορα μεταξύ Γερμανίας και Πολωνίας. Βρίσκεται στα βόρεια κράσπεδα του όγκου της Βοημίας, στα Α της Σαξονίας, και ορίζεται στα Α από τον Όντερ και στα Δ από τον Έλβα. Ο ποταμός Νάισε αποτελεί και… … Dictionary of Greek
Όντερ — (γερμ. Oder, πολων. και τσεχ. Odra). Ποταμός (912 χλμ.) της κεντρικής Ευρώπης, που εκβάλλει στη Βαλτική θάλασσα. H λεκάνη απορροής του καλύπτει συνολική έκταση 118.600 τ. χλμ. Πηγάζει στην Τσεχία από τα Όρη Όντερ, κατέρχεται προς ΒΑ, διαρρέοντας… … Dictionary of Greek